lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φρένο στα δανική

Λέξη:
φρένο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
brems, bremse, broms
Σχετικές λέξεις:
δανική φρένο, φρένο της αργεντινής στις εισαγωγές, φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο στις αλλαγές των πανελλαδικών εξετάσεων, φρένο σίτασ, φρένο στα δανική, brems στα ελληνικά
φρένο στα δανική