lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληροδοτώ στα τσεχική

Λέξη:
κληροδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
nadepsat, nahrát, napsat, odkázat, poznamenat, registrovat, vepsat, zanechat, zanést, zapisovat, zapsat, zaregistrovat, zaznamenat, zaznamenávat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κληροδοτώ, κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ κληρονομώ, κληροδοτώ ετυμολογία, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ αντώνυμα, κληροδοτώ στα τσεχική, nadepsat στα ελληνικά
κληροδοτώ στα τσεχική