lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ωφέλιμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beneficent, beneficial, benevolent, benign, charitable, kindly, salutary
ωφέλιμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
blahodárný, dobrotivý, dobročinný, laskavý, lidumilný, milosrdný, shovívavý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mild, mildherzig, wohltuend, wohltätig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
velvillig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
benéfico, bienhechor, caritativo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bienfaisant, charitable, philanthropique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benefico, caritatevole
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veldedig, velgjørende, velvillig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благотворен, благотворительный, благотворный, милосердный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дабратворны, дабрачынны, жыватворны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihmisystävällinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
jótékony
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
benéfico, caritativo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
priaznivý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
благодійний, благодійницький, благотворний, благочинний, великодушний, вигода, вигідний, добро, добродчинний, добродійний, доброзичливий, доброчинний, корисний, милосердний, милостивий, цілющий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dobroczynny

Σχετικές λέξεις

ωφέλιμος συνώνυμα, ωφέλιμοσ χώροσ