lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ώριμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adult, incubate, maturate, mature, mellow, precociously, ripen, stir
ώριμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dospívat, dospělý, dozrát, uzrát, vyspělý, vyspět, zralý, zrát
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reif, reifen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
moden, modne, voksen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
curar, madurar, maduro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aoûter, mûr, mûrir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
covare, maturare, maturo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moden, modne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зреть, назревать, поспевать, созревать
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
глядзець, спець, сьпелы, сьпець
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kypsyä, varttua
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zreo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
érik
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amadurecer, madurar, maduro, sazonado
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
zrel
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дозрівати, дозріти, доспіти, достигати, достигнути, зріти, спіліти, спіти, стигнути
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dojrzewać