lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοχή στα αγγλικά

Λέξη:
κατοχή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (22):
asset, attribute, belonging, belongings, chattel, demesne, effect, estate, have, having, holding, own, ownership, ownerships, possession, premise, proper, property, proprietary, substance, tenement, tenure
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά κατοχή, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή στην αθήνα, κατοχή πιστοποιητικού adr, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή μεσολογγίου, κατοχή στα αγγλικά, asset στα ελληνικά
κατοχή στα αγγλικά