lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοχή στα πολωνική

Λέξη:
κατοχή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
dobytek, posiadanie, posiadłość, własność
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κατοχή, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή στην αθήνα, κατοχή πιστοποιητικού adr, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή μεσολογγίου, κατοχή στα πολωνική, dobytek στα ελληνικά
κατοχή στα πολωνική