lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοχή στα γερμανικά

Λέξη:
κατοχή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
anwesen, besitz, besitztum, besitzung, eigenschaft, eigentum, gut, habe, habseligkeiten, herrschaft
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κατοχή, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή στην αθήνα, κατοχή πιστοποιητικού adr, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή μεσολογγίου, κατοχή στα γερμανικά, anwesen στα ελληνικά
κατοχή στα γερμανικά