lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοχή στα δανική

Λέξη:
κατοχή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
besiddelse, besmittelse, bondegård, effekt, egen, egenskab, ejendom, exe, formue, gård, kvalitet
Σχετικές λέξεις:
δανική κατοχή, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή στην αθήνα, κατοχή πιστοποιητικού adr, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή μεσολογγίου, κατοχή στα δανική, besiddelse στα ελληνικά
κατοχή στα δανική