lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοχή στα νορβηγικά

Λέξη:
κατοχή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (13):
besitta, besittelse, effekt, egen, egendom, eie, eiendel, eiendom, eierskap, formue, gård, inneha, kvalitet
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κατοχή, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή στην αθήνα, κατοχή πιστοποιητικού adr, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή μεσολογγίου, κατοχή στα νορβηγικά, besitta στα ελληνικά
κατοχή στα νορβηγικά