lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικονομία στα αγγλικά

Λέξη:
οικονομία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
chariness, economizer, economy, frugality, nearness, parsimony, providence, saving, thrift, thriftiness
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά οικονομία, οικονομία φάσματος, οικονομία της ελλάδας, οικονομία της γνώσης, οικονομία της αγοράς, οικονομία στα καύσιμα, οικονομία στα αγγλικά, chariness στα ελληνικά
οικονομία στα αγγλικά