lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικονομία στα ουκρανικά

Λέξη:
οικονομία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
господарка, господарство, економіка, економія, завбачливість, заощадження, землеробство, обережність, ощадливість, розважливість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οικονομία, οικονομία φάσματος, οικονομία της ελλάδας, οικονομία της γνώσης, οικονομία της αγοράς, οικονομία στα καύσιμα, οικονομία στα ουκρανικά, господарка στα ελληνικά
οικονομία στα ουκρανικά