lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανεπαρκής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inadequate, insufficient, pittance, scant, scantiest, scanty, scarce, scarcely, scarcity, short, shortage
ανεπαρκής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nedostatečný, skrovný, sporý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mangelhaft, ungenügend, unzulänglich, unzureichend
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brist, sparsom
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deficiente, insuficiente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faible, insuffisant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insufficiente, scarso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brist, sparsom, utilstrekkelig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недостаточный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brist, bristande, bristfällig
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kehno
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedovoljan, slab
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egyes, elégtelen
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insuficiente
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
niedostateczny

Σχετικές λέξεις

ανεπαρκής συνώνυμο, ανεπαρκής συνώνυμα, ανεπαρκής φοίτηση μαθητών, ανεπαρκής φοίτηση, ανεπαρκής πρόσληψη βάρους, ανεπαρκής παραγωγή μητρικού γάλακτος, ανεπαρκής αγγλικά, ανεπαρκής χώρος android, ανεπαρκής εκπαιδευτικός, ανεπαρκής τράχηλος