lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδήγηση στα βουλγαρικά

Λέξη:
οδήγηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
поведение, ръководство, управление
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά οδήγηση, οδήγηση όνειρο, οδήγηση χωρίς πινακίδες, οδήγηση χωρίς δίπλωμα αυτοκινήτου, οδήγηση χωρίς δίπλωμα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση στα βουλγαρικά, поведение στα ελληνικά
οδήγηση στα βουλγαρικά