lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδήγηση στα γερμανικά

Λέξη:
οδήγηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
anführung, aufführung, benehmen, besorgung, betragen, führung, gebaren, leitung, lenkung, management, verhalten, verwaltung, vorführer
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά οδήγηση, οδήγηση όνειρο, οδήγηση χωρίς πινακίδες, οδήγηση χωρίς δίπλωμα αυτοκινήτου, οδήγηση χωρίς δίπλωμα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση στα γερμανικά, anführung στα ελληνικά
οδήγηση στα γερμανικά