lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδήγηση στα ουκρανικά

Λέξη:
οδήγηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
ведення, ведіння, відання, водіння, звинувачення, операція, переслідування, угода
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οδήγηση, οδήγηση όνειρο, οδήγηση χωρίς πινακίδες, οδήγηση χωρίς δίπλωμα αυτοκινήτου, οδήγηση χωρίς δίπλωμα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση στα ουκρανικά, ведення στα ελληνικά
οδήγηση στα ουκρανικά