lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλυσίδα στα γαλλικά

Λέξη:
αλυσίδα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (10):
chaîne, enchaîner, fers, lien, attache, chahut, collier, enchaînement, chaînette, gourmette
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αλυσίδα, αλυσίδα φροντιστηρίων s, αλυσίδα φούρνων σωματεμπορία, αλυσίδα φούρνων, αλυσίδα σπύρου, αλυσίδα ποδηλάτου, αλυσίδα στα γαλλικά, chaîne στα ελληνικά
αλυσίδα στα γαλλικά