lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλυσίδα στα ουκρανικά

Λέξη:
αλυσίδα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
виховати, виховувати, готувати, кайдани, конкатенація, ланцюг, ланцюжок, послідовність, поїзд, приковування, тренувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αλυσίδα, αλυσίδα φροντιστηρίων s, αλυσίδα φούρνων σωματεμπορία, αλυσίδα φούρνων, αλυσίδα σπύρου, αλυσίδα ποδηλάτου, αλυσίδα στα ουκρανικά, виховати στα ελληνικά
αλυσίδα στα ουκρανικά