lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλυσίδα στα ουγγρική

Λέξη:
αλυσίδα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
béklyó, bilincs, lánc, nyaklánc
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αλυσίδα, αλυσίδα φροντιστηρίων s, αλυσίδα φούρνων σωματεμπορία, αλυσίδα φούρνων, αλυσίδα σπύρου, αλυσίδα ποδηλάτου, αλυσίδα στα ουγγρική, béklyó στα ελληνικά
αλυσίδα στα ουγγρική