lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στυλοβάτης στα γαλλικά

Λέξη:
στυλοβάτης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (15):
accore, accot, accotoir, appoint, appui, mentonnière, racinal, refuge, soutien, soutènement, support, tasseau, tuteur, étai, étançon
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά στυλοβάτης, στυλοβάτης συνώνυμο, στυλοβάτης στα αγγλικα, στυλοβάτης σημασια, στυλοβάτης ορισμός, στυλοβάτης wikipedia, στυλοβάτης στα γαλλικά, accore στα ελληνικά
στυλοβάτης στα γαλλικά