lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στυλοβάτης στα πορτογαλικά

Λέξη:
στυλοβάτης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
apoio, escora, estribo, muleta, punhal, sustento, sustentáculo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στυλοβάτης, στυλοβάτης συνώνυμο, στυλοβάτης στα αγγλικα, στυλοβάτης σημασια, στυλοβάτης ορισμός, στυλοβάτης wikipedia, στυλοβάτης στα πορτογαλικά, apoio στα ελληνικά
στυλοβάτης στα πορτογαλικά