lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στυλοβάτης στα ουκρανικά

Λέξη:
στυλοβάτης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
відпочивати, відпочинок, відпочити, відправити, грати, кронштейн, опора, перерва, посада, посилати, пост, пошта, поштовий, підпертя, підпора, підпору, підпірка, підставка, підтримка, розклеювати, розклеїти, стовп, щогла
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στυλοβάτης, στυλοβάτης συνώνυμο, στυλοβάτης στα αγγλικα, στυλοβάτης σημασια, στυλοβάτης ορισμός, στυλοβάτης wikipedia, στυλοβάτης στα ουκρανικά, відпочивати στα ελληνικά
στυλοβάτης στα ουκρανικά