lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χοντρός στα γαλλικά

Λέξη:
χοντρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (26):
adipeux, assaisonnement, boulot, croustilleux, dodu, fort, graisse, graisseux, grand, gras, graveleux, gravelure, gros, grossi, grossier, matériel, onctueux, panne, potelé, rabelaiserie, rebondi, saindoux, truffe, volumineux, épais, étoffé
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά χοντρός, χοντρός χοντρός καλόγερος με γένια στο κεφάλι, χοντρός συνώνυμα, χοντρός λιγνός μενίδι, χοντρός λιγνός, χοντρός και λιγνός ταινίες, χοντρός στα γαλλικά, adipeux στα ελληνικά
χοντρός στα γαλλικά