lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χοντρός στα λευκορωσίας

Λέξη:
χοντρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
буйны, вялiкi, вялікі, гаматны, грубы, шмалец, сыты, тлусты, тоўсты
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας χοντρός, χοντρός χοντρός καλόγερος με γένια στο κεφάλι, χοντρός συνώνυμα, χοντρός λιγνός μενίδι, χοντρός λιγνός, χοντρός και λιγνός ταινίες, χοντρός στα λευκορωσίας, буйны στα ελληνικά
χοντρός στα λευκορωσίας