lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χοντρός στα ιταλικά

Λέξη:
χοντρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (18):
adiposo, denso, fitto, forte, grande, grasso, grassoccio, grosso, grossolano, ingombrante, paffuto, pingue, sguaiato, spesso, strutto, unto, untume, untuoso
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά χοντρός, χοντρός χοντρός καλόγερος με γένια στο κεφάλι, χοντρός συνώνυμα, χοντρός λιγνός μενίδι, χοντρός λιγνός, χοντρός και λιγνός ταινίες, χοντρός στα ιταλικά, adiposo στα ελληνικά
χοντρός στα ιταλικά