lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χοντρός στα τσεχική

Λέξη:
χοντρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (37):
baculatý, bohatý, boubelatý, buclatý, dospělý, důležitý, hrubý, hustý, hustě, korpulentní, mastnota, mastný, mazadlo, mocný, objemný, olejovitý, omastek, omezený, pevnost, pevný, plný, prudký, silný, slavný, sádlo, tlustý, tuk, tukový, tupý, tučný, těžkopádný, veliký, velký, významný, zamaštěný, zavalitý, značný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική χοντρός, χοντρός χοντρός καλόγερος με γένια στο κεφάλι, χοντρός συνώνυμα, χοντρός λιγνός μενίδι, χοντρός λιγνός, χοντρός και λιγνός ταινίες, χοντρός στα τσεχική, baculatý στα ελληνικά
χοντρός στα τσεχική