lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίκαιρος στα γερμανικά

Λέξη:
επίκαιρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (23):
adäquat, angebracht, angemessen, bequem, entsprechend, entsprechenden, entsprechender, erfreulich, gebührend, geeignet, gelegen, gnädig, günstig, kulant, passend, recht, sachdienlich, sachgemäß, schicklich, tauglich, zweckdienlich, zwecklos, zweckmäßig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επίκαιρος, θουκυδίδης επίκαιρος, επίκαιροσ μετάφραση, επίκαιρος συνώνυμο, επίκαιρος αντώνυμο, επίκαιρος translation, επίκαιρος στα γερμανικά, adäquat στα ελληνικά
επίκαιρος στα γερμανικά