lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίκαιρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
επίκαιρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (25):
acomodado, aconselhasse, adequado, afortunado, apropriado, bexigoso, competente, consonante, conveniente, cómodo, decente, expediente, favorece, favorável, idóneo, indicado, oportuno, pertinente, propicio, propício, próspero, redondo, respectivo, tempestivo, útil
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επίκαιρος, θουκυδίδης επίκαιρος, επίκαιροσ μετάφραση, επίκαιρος συνώνυμο, επίκαιρος αντώνυμο, επίκαιρος translation, επίκαιρος στα πορτογαλικά, acomodado στα ελληνικά
επίκαιρος στα πορτογαλικά