lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθορίζω στα γερμανικά

Λέξη:
καθορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
konkretisieren, präzisieren, angeben, detaillieren, spezifizieren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καθορίζω, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζω στα αγγλικά, καθορίζω ετυμολογία, καθορίζω translation, καθορίζω στα γερμανικά, konkretisieren στα ελληνικά
καθορίζω στα γερμανικά