lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθορίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
καθορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
määritellä, täsmentää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά καθορίζω, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζω στα αγγλικά, καθορίζω ετυμολογία, καθορίζω translation, καθορίζω στα φινλανδικά, määritellä στα ελληνικά
καθορίζω στα φινλανδικά