lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθορίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
καθορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
especificar, detalhar, pormenorizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καθορίζω, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζω στα αγγλικά, καθορίζω ετυμολογία, καθορίζω translation, καθορίζω στα πορτογαλικά, especificar στα ελληνικά
καθορίζω στα πορτογαλικά