lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθορίζω στα πολωνική

Λέξη:
καθορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
konkretyzować, precyzować, sprecyzować, uściślać, wyszczególniać, wyszczególnić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική καθορίζω, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζω στα αγγλικά, καθορίζω ετυμολογία, καθορίζω translation, καθορίζω στα πολωνική, konkretyzować στα ελληνικά
καθορίζω στα πολωνική