lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λειτουργώ στα γερμανικά

Λέξη:
λειτουργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
arbeiten, betätigen, funktionieren, handeln, operieren, schaffen, tun, wirken, gehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά λειτουργώ, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ στα γερμανικά, arbeiten στα ελληνικά
λειτουργώ στα γερμανικά