lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λειτουργώ στα σουηδικά

Λέξη:
λειτουργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
akt, fungera, funktion, gå, göra, handla, syssla, uppgift, verka, virke
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά λειτουργώ, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ στα σουηδικά, akt στα ελληνικά
λειτουργώ στα σουηδικά