lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λειτουργώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
λειτουργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
уздзейнічаць, хадзiць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας λειτουργώ, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ στα λευκορωσίας, уздзейнічаць στα ελληνικά
λειτουργώ στα λευκορωσίας