lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λειτουργώ στα τσεχική

Λέξη:
λειτουργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
běžet, fungovat, jednat, konat, operovat, postupovat, pracovat, provádět, provést, působit, spekulovat, vykonat, vykonávat, způsobit, účinkovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική λειτουργώ, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ στα τσεχική, běžet στα ελληνικά
λειτουργώ στα τσεχική