lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λειτουργώ στα νορβηγικά

Λέξη:
λειτουργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (11):
agere, akt, arbeide, fungere, fungert, gå, handla, handle, operere, verka, virke
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά λειτουργώ, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ στα νορβηγικά, agere στα ελληνικά
λειτουργώ στα νορβηγικά