lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκουπίζω στα γερμανικά

Λέξη:
σκουπίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
abreiben, abtreten, abtrocknen, abwischen, aufreiben, aufwischen, fegen, kehren, radieren, reiben, wischen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σκουπίζω, σκουπίζω όνειρο, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω ονειροκρίτης, σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω αγγλικα, σκουπίζω στα γερμανικά, abreiben στα ελληνικά
σκουπίζω στα γερμανικά