lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκουπίζω στα ιταλικά

Λέξη:
σκουπίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
abradere, asciugare, cancellare, scontrarsi, fregare, ramazzare, scopare, spazzare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά σκουπίζω, σκουπίζω όνειρο, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω ονειροκρίτης, σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω αγγλικα, σκουπίζω στα ιταλικά, abradere στα ελληνικά
σκουπίζω στα ιταλικά