lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκουπίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σκουπίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
borrar, enxugar, impar, limpar, raspar, secar, esfregar, friccionar, limiar, varrer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σκουπίζω, σκουπίζω όνειρο, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω ονειροκρίτης, σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω αγγλικα, σκουπίζω στα πορτογαλικά, borrar στα ελληνικά
σκουπίζω στα πορτογαλικά