lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκουπίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
σκουπίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
намульваць, сціраць, падмятаць, падфастрыгаваць, падшыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σκουπίζω, σκουπίζω όνειρο, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω ονειροκρίτης, σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω αγγλικα, σκουπίζω στα λευκορωσίας, намульваць στα ελληνικά
σκουπίζω στα λευκορωσίας