lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όριο στα γερμανικά

Λέξη:
όριο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
abgrenzung, begrenzung, beschränkung, einschränkung, grenze, limes, mark, rahmen, restriktion, scheide, schranke
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά όριο, όριο φτώχειας, όριο συνταγογράφησης, όριο συναλλαγών με μετρητά 2014, όριο μηνιαίας δαπάνης εοπυυ, όριο αφορολόγητου, όριο στα γερμανικά, abgrenzung στα ελληνικά
όριο στα γερμανικά