lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όριο στα δανική

Λέξη:
όριο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
begrænsning, grænse
Σχετικές λέξεις:
δανική όριο, όριο φτώχειας, όριο συνταγογράφησης, όριο συναλλαγών με μετρητά 2014, όριο μηνιαίας δαπάνης εοπυυ, όριο αφορολόγητου, όριο στα δανική, begrænsning στα ελληνικά
όριο στα δανική