lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όριο στα βουλγαρικά

Λέξη:
όριο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
граница, ограничение
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά όριο, όριο φτώχειας, όριο συνταγογράφησης, όριο συναλλαγών με μετρητά 2014, όριο μηνιαίας δαπάνης εοπυυ, όριο αφορολόγητου, όριο στα βουλγαρικά, граница στα ελληνικά
όριο στα βουλγαρικά