lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όριο στα νορβηγικά

Λέξη:
όριο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (5):
grense, skille, begrensning, isolat, restriksjon
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά όριο, όριο φτώχειας, όριο συνταγογράφησης, όριο συναλλαγών με μετρητά 2014, όριο μηνιαίας δαπάνης εοπυυ, όριο αφορολόγητου, όριο στα νορβηγικά, grense στα ελληνικά
όριο στα νορβηγικά