lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όριο στα σουηδικά

Λέξη:
όριο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
gräns, begränsning, bundenhet, inskränka, inskränkning, isolat, restriktion
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά όριο, όριο φτώχειας, όριο συνταγογράφησης, όριο συναλλαγών με μετρητά 2014, όριο μηνιαίας δαπάνης εοπυυ, όριο αφορολόγητου, όριο στα σουηδικά, gräns στα ελληνικά
όριο στα σουηδικά