lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ύφασμα στα γερμανικά

Λέξη:
ύφασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
abwischlappen, element, gewebe, lappen, material, materie, plane, putzlappen, stoff, tuch, werkstoff, wischlappen, zeug
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ύφασμα, ύφασμα στα αγγλικά, ύφασμα μουσελίνα, ύφασμα με το μέτρο, ύφασμα καπιτονέ, ύφασμα καναπέ, ύφασμα στα γερμανικά, abwischlappen στα ελληνικά
ύφασμα στα γερμανικά