lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ύφασμα στα νορβηγικά

Λέξη:
ύφασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (13):
emne, klede, klut, manufaktur, material, materiale, materie, materiell, stoff, tekstil, tøy, vev, virke
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ύφασμα, ύφασμα στα αγγλικά, ύφασμα μουσελίνα, ύφασμα με το μέτρο, ύφασμα καπιτονέ, ύφασμα καναπέ, ύφασμα στα νορβηγικά, emne στα ελληνικά
ύφασμα στα νορβηγικά