lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ύφασμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
ύφασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
decido, estofo, material, matéria, pago, pano, substância, tecido, tela, temido, toldo, trapo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ύφασμα, ύφασμα στα αγγλικά, ύφασμα μουσελίνα, ύφασμα με το μέτρο, ύφασμα καπιτονέ, ύφασμα καναπέ, ύφασμα στα πορτογαλικά, decido στα ελληνικά
ύφασμα στα πορτογαλικά