lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ύφασμα στα δανική

Λέξη:
ύφασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
dug, emne, klud, kløede, manufaktur, materiale, materie, materiel, stof, tekstil, virke
Σχετικές λέξεις:
δανική ύφασμα, ύφασμα στα αγγλικά, ύφασμα μουσελίνα, ύφασμα με το μέτρο, ύφασμα καπιτονέ, ύφασμα καναπέ, ύφασμα στα δανική, dug στα ελληνικά
ύφασμα στα δανική