lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ύφασμα στα ουγγρική

Λέξη:
ύφασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
anyag, fizikai, ruhaanyag, szövet, törlőrongy, posztó, szövedék, alapanyag, készítmény
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ύφασμα, ύφασμα στα αγγλικά, ύφασμα μουσελίνα, ύφασμα με το μέτρο, ύφασμα καπιτονέ, ύφασμα καναπέ, ύφασμα στα ουγγρική, anyag στα ελληνικά
ύφασμα στα ουγγρική